- παραλείπει να ...
- иcпушти да ...
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
παραλείπει — παραλείπω leave on one side pres ind mp 2nd sg παραλείπω leave on one side pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η (AM ἀποσιώπησις) 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ. 2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών νεοελλ. το να… … Dictionary of Greek
ελλειπτικός — ή, ό (AM ἐλλειπτικός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις 2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις … Dictionary of Greek
ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… … Dictionary of Greek
κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… … Dictionary of Greek